- φάλκο
- το, Νζωολ. αντιπροσωπευτικό γένος γερακιών τής οικογένειας φαλκονίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. falco < λατ. falco, -onis «είδος γερακιού»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φάλκο, Τζιόρτζιο — (Falco, Τορίνο 1888 – 1966). Ιταλός ιστορικός. Ήταν καθηγητής της μεσαιωνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τορίνου από το 1930 και της Τζένοβα από το 1951 και αναδείχθηκε ένας από τους αξιολογότερους ιστορικούς της χώρας του. Αφιέρωσε τις… … Dictionary of Greek
σαΐτα — και σαΐττα και σαγίτ(τ)α, η, ΝΜ βέλος τόξου νεοελλ. 1. απομίμηση βέλους που κατασκευάζουν τα παιδιά με κομμάτι διπλωμένου χαρτιού και το οποίο ρίχνουν μακριά με τα χέρια τους ως παιχνίδι 2. υφαντικό εργαλείο με το οποίο περνιέται το υφάδι μέσα… … Dictionary of Greek
φαλκονίδες — οι, Ν οικογένεια ιερακόμορφων πτηνών με τυπικό το γένος φάλκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. falconidae < λατ. falco, onis «γεράκι»] … Dictionary of Greek
φαλκόνι — το, Ν φάλκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. falco, onis «είδος γερακιού»] … Dictionary of Greek
Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… … Dictionary of Greek